- Ὦλον
- Ἄλον , Ἄλοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αείδελος — ἀείδελος, ον (Α) 1. αόρατος, σκοτεινός, ασαφής 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν κοιτάξει, ο εκθαμβωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *εἴδω με παρέκταση σε λ, πρβλ. εἴδ ωλον, εἰδ άλιμος, εἰδ υλίς, ἰδ λὸς > ἰλ λός] … Dictionary of Greek
ωλλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ βραχίονος καμπή». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. θεματική αιολ. μορφή (< *ὠλν ο ς) τής λ. ὠλένη*. Ο τ. ὦλον, που παραδίδει αλλού ο Ησύχιος (βλ. λ. ὦλος), είναι ορθότερος ως προς τον τονισμό] … Dictionary of Greek
ώλος — ἡ, Α 1. ωλένη 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὦλον... οἱ δὲ ἐπὶ τῶν διφυῶν Τὸ επὶ τοῡ ὀμφαλοῡ προστιθέμενον δέρμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὠλλόν] … Dictionary of Greek